ἀμφισβασίη

ἀμφισβασίη
ἀμφισβασίη
controversy
fem nom/voc sg (epic ionic)
ἀμφισβήτησις
dispute
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφισβασίη — ἀμφισβασίη, η (Α) [ἀμφίσβατος < ἀμφὶς + βαίνω] ιωνικός τύπος αντί τού «ἀμφισβήτησις» …   Dictionary of Greek

  • ἀμφισβασιῶν — ἀμφισβασίη controversy fem gen pl ἀμφισβήτησις dispute fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβασίας — ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβασίη controversy fem acc pl ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβασίη controversy fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβήτησις dispute fem acc pl (ionic) ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβήτησις dispute fem gen sg (attic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίς — ἀμφίς (επίρρ., πρόθ.) (Α) Ι. επίρρ. 1. και στα δύο μέρη 2. ολόγυρα 3. χωριστά, σε δύο μέρη, διαφορετικά 4. μεταξύ ΙΙ. πρόθ. αντί τής ἀμφί 1. γύρω από κάτι, από παντού, ολόγυρα 2. όσον αφορά 3. μακριά από κάτι, χωριστά, δίχως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”